Ανεκπλήρωτη ελπίδα: Ενθύμηση μιας ιστορικής έκκλησης στην Κίνα 21 χρόνια πριν

Για περίπου 70 έως 100 εκατομμύρια Κινέζους, όπως εκτιμάται, η 25η Απριλίου 1999 ήταν μια μέρα που άλλαξε τα πάντα.

Πριν από 21 χρόνια, περίπου 10.000 άνθρωποι που ασχολούνταν με την πνευματική άσκηση Φάλουν Γκονγκ, συγκεντρώθηκαν μπροστά από το γραφείο εκκλήσεων κοντά στο Τζονγκνανχάι, την έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Πεκίνο. Στάθηκαν σε τακτοποιημένες σειρές στα πεζοδρόμια για να παρακαλέσουν τις αρχές να τους δώσουν ένα περιβάλλον όπου θα μπορούσαν να ασκήσουν τις πεποιθήσεις τους χωρίς φόβο. Δεν κυμάτιζαν πανό ή αφίσες, ούτε φώναζαν συνθήματα. Οι περισσότεροι έκαναν σιωπηλά διαλογιστικές ασκήσεις.

Ένα κρατικό περιοδικό εθνικής εμβέλειας μόλις είχε δημοσιεύσει άρθρο που συκοφαντούσε την άσκηση. Δεκάδες άλλοι που έκαναν την άσκηση είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί δύο ημέρες πριν στην κοντινή πόλη Τιεντζίν, αφότου πήγαν στο δημαρχείο και ζήτησαν διόρθωση στο άρθρο του περιοδικού. Η κεντρική κυβέρνηση είχε επίσης ανακοινώσει ότι τα βιβλία του Φάλουν Γκονγκ θα απαγορεύονταν να δημοσιεύονται ή να κυκλοφορούν σε εθνικό επίπεδο.

Η Κονγκ Γουέι-τζινγκ, τότε μια 49χρονη τραπεζίτης στο Πεκίνο, είχε προετοιμαστεί για τα χειρότερα καθώς περπατούσε προς το Τζονγκνανχάι στις 7 π.μ. εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό για να συμμετάσχει στην έκκληση.

Ήταν η μεγαλύτερη «διαδήλωση» στην Κίνα από τον καιρό της σφαγής στην πλατεία Τιενανμέν, τον Ιούνιο του 1989.

Οι αναμνήσεις των τανκς να κινούνται στην πλατεία Τιενανμέν και των στρατευμάτων να ανοίγουν πυρ εναντίον φιλοδημοκρατικών διαδηλωτών, σκοτώνοντας εκατοντάδες ή χιλιάδες άοπλους ανθρώπους, ήταν ακόμα φρέσκες στο μυαλό των περισσότερων Κινέζων.

«Οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί, αλλά ένιωσα μια προσωπική υποχρέωση να συμμετάσχω στην έκκληση», είπε σε συνέντευξη. «Όταν το Ντάφα συκοφαντείται, ως κάποια που επωφελήθηκε από την άσκηση, απλά πρέπει να πεις κάτι». Θυμούμενη την κατηγορία της «εξέγερσης» που το καθεστώς δημιούργησε για τους φοιτητές που κάθονταν ειρηνικά στην πλατεία Τιενανμέν μια δεκαετία νωρίτερα, η Κονγκ έβαλε το επαγγελματικό κοστούμι της και πήρε ταυτότητα μαζί της.

«Πίστευα ότι [οι αρχές] θα έκαναν το σωστό αφότου μάθαιναν τα γεγονότα», είπε.

Το Φάλουν Γκονγκ ή Φάλουν Ντάφα, είναι μια παραδοσιακή κινεζική πνευματική άσκηση με αργές, διαλογιστικές ασκήσεις και ηθικές διδασκαλίες που επικεντρώνονται στις αρχές της αλήθειας, συμπόνιας και ανεκτικότητας. Για πρώτη φορά δημοσιοποιήθηκε το 1992, και έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στην Κίνα έως το 1999.

Η Κονγκ, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι που έκαναν Φάλουν Γκονγκ, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι τον Ιούλιο του 1999, το κινεζικό καθεστώς θα ξεκινούσε μια εκστρατεία διώξεων, φυλακίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες και ρίχνοντάς τους σε κέντρα κράτησης, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και κέντρα πλύσης εγκεφάλου, όπου θα βασανίζονταν συστηματικά.

Η Κονγκ θυμάται ότι η έκκληση της 25ης Απριλίου ήταν ήσυχη και ήρεμη. Το κινεζικό καθεστώς θα το περιέγραφε αργότερα ως «πολιορκία» της κεντρικής κυβέρνησης, προκειμένου να δικαιολογήσει μια πανεθνική καταστολή.

Πάνω από 10.000 άνθρωποι που έκαναν Φάλουν Γκονγκ συγκεντρώνονται στην οδό Φουγιόου στο Πεκίνο, στις 25 Απριλίου 1999. (Ιδιοκτησία του Minghui.org)

Στο πεζοδρόμιο της οδού Φουγιόου, στον δρόμο που οδηγούσε στο συγκρότημα, είδε μαθητές, δασκάλους, αγρότες και εργάτες να στέκονται σε γραμμές που έμοιαζαν χιλιομέτρων. Μια μητέρα κρατούσε την κόρη της στην αγκαλιά της. Ένας πατέρας είχε ένα καροτσάκι μωρού. Στέκονταν σε μεγάλες σειρές δίπλα στους τοίχους, διαβάζοντας βιβλία ή κάνοντας ασκήσεις του Φάλουν Γκονγκ. Εθελοντές περπατούσαν κατά μήκος για να συλλέξουν σκουπίδια από όποιον ήθελε να πετάξει κάτι. Υπήρχε αρκετός χώρος για να περνούν ποδήλατα ανάμεσα από τους ανθρώπους.

Ο Τζου Ρονγκτζί, τότε Κινέζος πρωθυπουργός που υποστήριξε την οικονομική μεταρρύθμιση, βγήκε για να συναντήσει τους ανθρώπους. Η Κονγκ ήταν μια από τους λίγους που ο Τζου επέλεξε τυχαία, για να πάνε να παραδώσουν τα αιτήματα των ανθρώπων, που περιελάμβαναν την απελευθέρωση των φυλακισμένων της Τιεντζίν και την άρση της απαγόρευσης έκδοσης των βιβλίων. Μέσα στο κυβερνητικό μέγαρο, παρέδωσε τα αιτήματα σε υπαλλήλους του εθνικού γραφείου εκκλήσεων και του κεντρικού γραφείου του Κόμματος, και τους έδωσε ένα βιβλίο «Τζούαν Φάλουν» σε μικρό μέγεθος, το βασικό βιβλίο της άσκησης.

Σε λίγες ώρες, οι φυλακισμένοι της Τιεντζίν απελευθερώθηκαν. Έως τις 9 μ.μ., οι άνθρωποι που περίμεναν έξω ενημερώθηκαν ότι το καθεστώς είχε συμφωνήσει στα αιτήματά τους, και έτσι ο Τζου και όλοι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν.

Αλλά λιγότερο από τρεις μήνες αργότερα, στις 20 Ιουλίου 1999, το καθεστώς ξεκίνησε την αιματηρή δίωξή του ενάντια στην άσκηση. Αυτό περιελάμβανε μια μαζική προπαγάνδα, με τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό CCTV να προβάλλει συνεχώς προγράμματα συκοφάντησης του Φάλουν Γκονγκ σε εκατοντάδες εκατομμύρια θεατές, για μήνες.

Λίγο αργότερα, ο εργασιακός χώρος της Κονγκ σταμάτησε το συνταξιοδοτικό της πρόγραμμα και έλαβε εντολή να πραγματοποιήσει συνεδρίες πλύσης εγκεφάλου για να εξαναγκάσει την Κονγκ και άλλους να αρνηθούν την πίστη τους.

Η Κονγκ δραπέτευσε σε άλλα μέρη της χώρας και, για σχεδόν μια δεκαετία, δεν μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της. Δούλευε σαν καθαρίστρια και μαγείρισσα σε σπίτια γνωστών της με αντάλλαγμα την διαμονή, μερικές φορές έμενε σε κάθε μέρος για μόνο λίγες μέρες.

Τον Ιούνιο του 2000, για να αντιταχθεί σε άρθρα εφημερίδων  που έλεγαν ότι η άσκηση είχε εξαλειφθεί, η Κονγκ πήγε να κάνει τις ασκήσεις στην πλατεία Τιενανμέν, ελπίζοντας να δείξει σε όλους ότι οι άνθρωποι παρέμεναν ακλόνητοι παρά την δίωξη. Η αστυνομία την συνέλαβε σχεδόν αμέσως και την κράτησε για περισσότερο από 10 μέρες. Αρνήθηκε να δώσει το όνομά της και έκανε απεργία πείνας, οπότε οι φρουροί έβαλαν με τη βία ένα σωλήνα μέσα στον λαιμό της για να την ταΐσουν.

«Έχουμε τους τρόπους μας να μάθουμε [το όνομά σου]», της είπαν οι φρουροί. «Θα μπορούσαμε να βάλουμε ένα χαρτί στη μύτη σου και να σε πνίξουμε», έφερε στο μυαλό της τα λόγια τους η Κονγκ.

Φοβούμενος τις επιπτώσεις για τον γιο τους, ο σύζυγός της ζήτησε διαζύγιο το 2000, αν και η αστυνομική παρενόχληση στην οικογένειά της δεν σταμάτησε τα επόμενα χρόνια και οι αστυνομικοί συνεχώς προσπαθούσαν να εντοπίσουν που βρίσκεται.

«Σκέφτηκε ότι θα μπορούσαμε να ξαναπαντρευτούμε όταν η δίωξη τελείωνε», είπε η Κονγκ. «Όταν ζήτησα συγγνώμη που δεν μπόρεσα να του δώσω ένα ευχάριστο οικογενειακό περιβάλλον, μου είπε να μην ανησυχώ γι’ αυτόν… και να μην αφήσω την άσκησή μου».

Τώρα που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κονγκ είπε ότι το Κόμμα δεν έχει αλλάξει τον παραπλανητικό χαρακτήρα του, όπως αποδεικνύεται από τον χειρισμό των διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ πέρυσι, και από την πρόσφατη συγκάλυψη της πανδημίας του ιού του ΚΚΚ.

«Μια συμφοιτήτρια μού είπε ότι όταν [το καθεστώς] αποδοκιμάζει κάτι, πρέπει να είναι κάτι καλό», είπε.

Το Minghui.org, με έδρα στην Αμερική, ένας ιστότοπος που συγκεντρώνει πληροφορίες επικεντρωμένος στην λεπτομερή χρονολογική καταγραφή της δίωξης, έχει καταγράψει 4.406 θανάτους ανθρώπων από την δίωξη, η οποία συνεχίζεται. Σημειώνει ότι τα στοιχεία αυτά είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου», λόγω της εκτεταμένης λογοκρισίας και της δυσκολίας απόκτησης πληροφοριών από την Κίνα.

Κατά το παρελθόν έτος, σχεδόν 10.000 άνθρωποι που έκαναν Φάλουν Γκονγκ σε 291 κινεζικές πόλεις έχουν υποστεί συλλήψεις ή παρενόχληση, σύμφωνα με το Minghui. Τα επιβληθέντα πρόστιμα ξεπέρασαν συνολικά τα $1,04 εκατομμύρια.

Μετά από πολλά χρόνια, η Κονγκ έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2015 για να επισκεφτεί τον γιο της, ο οποίος εργάζεται στη Νέα Υόρκη, και βρήκε επιτέλους καταφύγιο.

«Μόνο τότε είχα πραγματικά την αξιοπρέπεια ενός ανθρώπινου όντος», είπε.

Πηγή: theepochtimes.gr

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

Share on facebook
Μοιραστείτε το στο Facebook
Share on twitter
Μοιραστείτε το στο Twitter
Share on linkedin
Μοιραστείτε το στο Linkedin
Share on whatsapp
Μοιραστείτε το στο Whatsapp

Leave a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *