Στην δίωξη του Φάλουν Γκονγκ κεντρικό ρόλο είχε η καλά οργανωμένη εκστρατεία μίσους και προπαγάνδας
Υπό την καθοδήγηση του εύστοχα ονομαζόμενου Υπουργείου Προπαγάνδας, η κινεζική κρατική τηλεόραση, ξεκίνησε άμεσα μαραθώνιο παραπληροφόρησης, δυσφημίζοντας την ομάδα του Φάλουν Γκονγκ 24 ώρες την ημέρα.
Για να στοχεύσει ολόκληρη την κοινωνία, η προπαγάνδα απλώθηκε σε όλα τα μέσα ενημέρωσης: Κρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, εφημερίδες, διαφημιστικές πινακίδες, κωμικά βιβλία, αφίσες, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και ακόμη και θεατρικά έργα.
Το Πεκίνο έχει φτάσει την εκστρατεία στο αποκορύφωμα βομβαρδίζοντας τους πολίτες με έναν παλαιό, κομμουνιστικού τύπου προπαγανδιστικό πόλεμο.
The Wall Street Journal, 13 Φεβρουαρίου 2001.
Fake News -Το βασίλειο των ψευδών ειδήσεων
Ο κ. Clive Ansley, Esq., διάσημος δικηγόρος, σύμβουλος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Fudan της Σαγκάης, εργάστηκε και δίδαξε διεθνές οικονομικό δίκαιο στο πανεπιστήμιο Jiaotong της Σαγκάης και έζησε στην Κίνα για 14 χρόνια, αστειευόταν με τους κινέζους συναδέλφους του, ότι το μόνο αληθινό πράγμα στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης ήταν η ημερομηνία.
Μετά την επίσημη έναρξη της δίωξης του Φάλουν Γκονγκ στις 20 Ιουλίου 1999, ο κ. Ansley κατέθεσε ότι γινόταν καθημερινά μάρτυρας, της «πιό ακραίας καμπάνιας μίσους» που είχε δει ποτέ στα κινεζικά έντυπα και τηλεοπτικά μέσα, όπως στα προγράμματα για νέους, στις πολιτιστικές παρουσιάσεις, στα βιβλία κόμικς και στα προγράμματα ειδήσεων.
Αυτό που βρήκε εξίσου σοκαριστικό, ήταν το πως οι καλά μορφωμένοι συνάδελφοί του, έπεσαν στην παγίδα της προπαγάνδας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που οι ίδιοι είχαν γελοιοποιήσει στο παρελθόν. Τότε ήταν που κατάλαβε πως αυτή η καμπάνια ήταν διαφορετική από τις υπόλοιπες.
Υποκρισία σε δράση
Στην αρχή το Κ.Κ.Κ. χρησιμοποίησε τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, για να προωθήσει το Φάλουν Γκονγκ και τα οφέλη του στην υγεία και στην ηθική, τα οποία αναζωογόνησαν την κοινωνία. Το Φάλουν Γκονγκ έγινε σεβαστό, τιμήθηκε και επαινέθηκε από τα κυβερνητικά όργανα, όπως το Γραφείου Δημοσίας Ασφαλείας, το οποίο εγκωμίασε το Φάλουν Γκονγκ για «την προώθηση των παραδοσιακών αρετών του κινέζικου λαού, που διαφυλάττει έτσι την κοινωνική τάξη και ασφάλεια και προάγει την ακεραιότητα στην κοινωνία». Το Γραφείο Δημοσίας Ασφαλείας, κάλεσε τον κ. Λι Χονγκτζι, ιδρυτή του Φάλουν Γκονγκ, να δώσει σεμινάριο για το Φάλουν Γκονγκ στα κεντρικά του γραφεία, το 1993.
Κινέζοι εμπειρογνώμονες πιστεύουν, ότι η ταχεία ανάπτυξη του Φάλουν Γκονγκ, εξέπληξε τον τότε πρόεδρο του Κόμματος Τζιάνγκ Τζεμίν, ο οποίος θεώρησε τη δημοτικότητα του Φάλουν Γκονγκ και τις συμπαντικές αρχές του, της αλήθειας, συμπόνιας και ανεκτκότητας, ως απειλή για τα δόγματα του αθεϊσμού, της ταξικής πάλης και της βίαιης επανάστασης. Έτσι, στις 20 Ιουλίου του 1999, ο Τζιάνγκ ξεκίνησε εκστρατεία διωγμών και προπαγάνδας, ζητώντας απ’ το καθεστώς, να «χρησιμοποιήσει όλα τ’ απαραίτητα μέτρα για την εξάλειψη του Φάλουν Γκονγκ”.
Δυσφήμιση ως: Θανατηφόρα «σατανική αίρεση»
Ένα άρθρο της Washington Post του 1999, ανέφερε ότι ήταν ο Τζιάνγκ που διέταξε να χαρακτηριστεί το «Φάλουν Γκονγκ» ως «αίρεση» και στη συνέχεια απαίτησε να περάσει ένας νόμος που ν’ απαγορεύει τις αιρέσεις. Ο David Ownby, κορυφαίος μελετητής για τις κινεζικές θρησκείες, επισημαίνει: «Το όλο θέμα της υποτιθέμενης λατρευτικής φύσης του Φάλουν Γκονγκ ήταν από την αρχή ένα ψέμα, που το κινεζικό κράτος εκμεταλλεύτηκε έξυπνα για ν’ αμαυρώσει τις εκκλήσεις του Φάλουν Γκονγκ και την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων του εκτός Κίνας.
Το 2017, μια έκθεση του Freedom House με τίτλο «Η μάχη για το Πνεύμα της Κίνας», δήλωσε ότι η ετικέτα «σατανική λατρεία» ενάντια στο Φάλουν Γκονγκ, εμφανίστηκε μόνο στο συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβριο του 1999, μήνες μετά την έναρξη της δίωξης, υποδηλώνοντας ότι ο όρος εφαρμόστηκε αναδρομικά στην προσπάθεια να δικαιολογήσουν μια βίαιη, παράλογη εκστρατεία που προκαλεί διεθνή και εγχώρια επίκριση.
Το 2014, ένα άρθρο του BBC News China ανέφερε ότι 13 χρόνια μετά την έναρξη της δίωξης, το Φάλουν Γκονγκ δεν ήταν ακόμη σε κανέναν από τους επίσημους καταλόγους της Κίνας για «σατανικές λατρείες». Η σοβαρότητα της δίωξης, και δαιμονοποίησης των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ, ωστόσο, δεν έχει μειωθεί.
Ορισμένα διεθνή μέσα ενημέρωσης επέλεξαν να υιοθετήσουν τη γλώσσα του δράστη συμπεριλαμβάνοντας τις επιγραφές του ΚΚΚ «αίρεση» και «σατανικό» στην αναφορά τους για το Φάλουν Γκονγκ, ίσως με το πρόσχημα της «ισορροπημένης αναφοράς». Ο καναδός δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ντέιβιντ Μάτας εξηγεί ότι χρησιμοποιώντας όρους προπαγάνδας για να επικεντρωθούν στο τι σκέφτεται ο προπαγανδιστής επικυρώνει την προπαγάνδα και τον προπαγανδιστή, δίνοντας έτσι πίστη στη συκοφάντηση και την υποβοήθηση στην καταπίεση. Κανένα μέσο μαζικής ενημέρωσης σήμερα δεν θ’αναφέρει το πώς χαρακτήριζε ο Χίτλερ τον εβραϊκό λαό.
Όταν οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν τις επιγραφές που δημιουργούνται από ένα τυραννικό καθεστώς για να δαιμονοποιήσουν τους καταπιεσμένους, θέτουν σε κίνδυνο αθώες ζωές. Είναι σημαντικό οι δημοσιογράφοι και οι αναγνώστες να κατανοήσουν με σαφήνεια ποιοι είναι οι όροι δαιμονοποίησης, τα εργαλεία καταπίεσης και ποιές οι έγκυρες προσπάθειες χαρακτηρισμού. Η απομάκρυνση από την αλήθεια επιτρέπει απλώς να χρησιμοποιηθούν τα μέσα ενημέρωσης από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας για να επεκτείνει την εμβέλεια της προπαγάνδας του και την ικανότητά του να καταπιέζει.
Η σκηνοθετημένη αυτοπυρπόληση στην πλατεία Τιανανμέν
Κοντά στο 2000, η δίωξη που συνεχίζονταν σταθερά, βοήθησε στο να χάσουν οι κινέζοι το Φάλουν Γκονγκ από τις καρδιές τους. Η διεθνής κοινότητα έβλεπε το Φάλουν Γκονγκ ως άλλη μια θυματοποιημένη ομάδα στα δίχτυα του μεγαλύτερου καταχραστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως. Όμως, τα πράγματα άλλαξαν παντελώς στις 23 Ιανουαρίου του 2001, όταν το φερέφωνο του κομμουνιστικού κόμματος Xinhua News Agency, ισχυρίστηκε ψευδώς ότι πέντε ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, συμπεριλαμβανομένου ενός 12χρονού κοριτσιού, είχαν προσπαθήσει να «πάνε στον ουρανό» βάζοντας φωτιά στον εαυτό τους στην πλατεία Τιανανμέν.
Καθ ‘όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου, κακόβουλα βίντεο και φωτογραφίες μεταδόθηκαν σε κάθε εφημερίδα, περιοδικό, ραδιόφωνο και τηλεοπτικό σταθμό στην Κίνα. Εμφανίζονταν ένα καμένο και ακρωτηριασμένο κοριτσάκι που βρισκόταν σε φορείο, με πρόσωπο και χείλη μαυρισμένα, ψελίζοντας, «μαμά, μαμά…»
Μέρες αργότερα, αναφορές από τα δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, άρχισαν να βρίσκουν κενά στην ιστορία δείχνοντας μια κυβερνητική συνωμοσία. Η δημοσιογράφος του CNN που ήταν στη σκηνή, δεν είδε ποτέ κανένα 12χρονο κορίτσι στο χώρο. Στην έκθεση της εφημερίδας The Washington Post με τίτλο: «Human Fire Ignites Chinese Mystery», ο δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη από τους γείτονες του 12χρονου και της μητέρας του που πέθανε. Οι γείτονες ανέφεραν ότι η μητέρα είχε ψυχολογικά προβλήματα και ότι «κανείς δεν την έχει δει ποτέ να ασκεί το Φάλουν Γκονγκ».
Εντούτοις, τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει τη δύναμη αυτής της τρομερής ιστορίας αυτοπυρπόλησης. Αυτό που κάποτε παρατηρήθηκε στη Δύση ως μια ειρηνική ομάδα διαλογισμού και θύμα ενός καταπιεστικού καθεστώτος θεωρήθηκε τώρα ως μια περιθωριακή ομάδα και ενδεχομένως αμφισβητήσιμη.
Μηνύματα μίσους ολοκληρώνουν την βίαιη μηχανή
Μεταξύ του 1999 και του 2001, οι διεθνείς παρατηρητές των μέσων μαζικής ενημέρωσης όπως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, προβληματίζονταν για την απαγόρευση της αναφοράς του ζητήματος του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα και για τη σύλληψη και παρενόχληση δημοσιογράφων που το έκαναν.
Μερικοί από τους επιτυχημένους δημοσιογράφους όπως ο John Pomfret και ο Philip Pan από την εφημερίδα The Washington Post, τον Αύγουστο του 2001, δημοσίευσαν ένα άρθρο με τίτλο «Τα βασανιστήρια σπάνε το Φάλουν Γκονγκ, η Κίνα συστηματικά εξαλείφει την ομάδα». Πήραν συνέντευξη μυστικά από έναν κυβερνητικό αξιωματούχο ο οποίος εξέθεσε τα τρία συστατικά που χρησιμοποιεί το καθεστώς ενάντια στο Φάλουν Γκονγκ.
Το πρώτο συστατικό ήταν η επιβολή από το Κ.Κ.Κ. εκτεταμένης βίας κατά των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ. Το δεύτερο ήταν η έντονη πλύση εγκεφάλου ώστε οι ασκούμενοι να εγκαταλείψουν την πίστη τους. Και η τρίτη και πιο κρίσιμη ήταν η έντονη εκστρατεία προπαγάνδας. Καθώς η κινεζική κοινωνία στράφηκε ενάντια στο Φάλουν Γκονγκ μετά από τις σκηνοθετημένες αυτοπυρπολήσεις της πλατείας Τιανανμέν, αυξανόταν η πίεση στους ασκούμενους να εγκαταλείψουν τις πεποιθήσεις τους και έγινε ευκολότερο για το καθεστώς να χρησιμοποιήσει τη βία ενάντια σε εκείνους που δεν το έκαναν.
«Κάθε πτυχή της εκστρατείας είναι κρίσιμη», δήλωσε ο αξιωματούχος στην εφημερίδα The Washington Post. «Η ωμή βία δεν λειτουργεί. Ούτε η απλή μελέτη δεν λειτουργεί. Και τίποτα απ’ αυτά δεν θα λειτουργούσε αν η προπαγάνδα δεν άλλάζε τον τρόπο σκέψης του ευρύ κοινού. Χρειάζονται και τα τρία και το ξέρουν.»
Τρολς επί πληρωμή στο διαδίκτυο
Εκτός από τον έλεγχο των δημοσιευμάτων, οι ηγέτες του Κ.Κ.Κ. γνώριζαν από την εμπειρία τους ότι έπρεπε να εμποδίσουν τις μάζες απ’ το να έχουν πρόσβαση στην γενική εικόνα και στην ελεύθερη ροή πληροφοριών. Από το 2000 η λογοκρισία του Διαδικτύου αποτέλεσε βασική μέριμνα για το Κ.Κ.Κ. Δημιούργησαν το μεγαλύτερο σύστημα διαδικτυακού τείχους προστασίας στον κόσμο ως μέρος του έργου «Χρυσή Ασπίδα.» Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες οι ιστοσελίδες που σχετίζονται με το Φάλουν Γκονγκ έχουν μπλοκαριστεί, συμπεριλαμβανομένης της ιστοσελίδας του MIT (Massachusetts institute of technology), διότι φιλοξενεί τη λέσχη Φάλουν Γκονγκ του MIT.
Μια μελέτη του Χάρβαρντ του 2016 ανέφερε: «Η κινεζική κυβέρνηση είναι από καιρό ύποπτη ότι έχει προσλάβει 2 εκατομμύρια ανθρώπους, για να εισάγουν κρυφά, τεράστιους αριθμούς ψευδωνύμων και άλλων παραπλανητικών μηνυμάτων στις αναρτήσεις αληθινών χρηστών κοινωνικών μέσων, σαν να ήταν γνήσιες απόψεις απλών ανθρώπων…. Εκτιμούμε ότι η κυβέρνηση κατασκευάζει και δημοσιεύει περίπου 448 εκατομμύρια σχόλια το χρόνο στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης.»
Αυτοί οι διαδικτυακοί σχολιαστές ονομάζονται «50 Cent Army», (ο στρατός των 50 σεντ) διότι σύμφωνα με πληροφορίες πληρώνονται 50 σεντς για κάθε δημοσίευση. Η υποκίνηση μίσους, η διάδοση παραπληροφόρησης και η προώθηση της κρατικής προπαγάνδας ενάντια στο Φάλουν Γκονγκ είναι η δουλειά τους.
Οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ έχουν αντισταθεί στην επίθεση των ψευδών ειδήσεων (Fake News) μέσω του θάρρους, της εφευρετικότητάς και της τεχνογνωσίας τους. Εισήλθαν έτσι ηλεκτρονικά, σε δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης που ελέγχει το κράτος, για να μεταδώσουν βίντεο που εξηγούν την αλήθεια. Εφήυραν και κυκλοφόρησαν λογισμικό για να παρακάμψουν τον αποκλεισμό του Διαδικτύου, κρεμάσαν πανό σε δέντρα, παρήγαγαν και διένειμαν CD, DVD και φυλλάδια – όλα για να μεταφέρουν την αλήθεια στον κινεζικό λαό. Γι’ αυτές τις φαινομενικά απλές πράξεις, πολλοί έχουν απαχθεί, βασανιστεί και πεθάνει υπό κράτηση.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό βουλευτή του αμερικανικού Κογκρέσου, Chris Smith, «οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ είναι μεγάλοι αγωνιστές του θάρρους και της ειρήνης.»
Διαβάστε επίσης: Εξαναγκαστική αναμόρφωση